Χριστόφορος Κάσδαγλης, 1983, εκδόσεις Καστανιώτη 2019

Ο Χριστόφορος Κάσδαγλης γεννήθηκε το 1958. Δεν λογάριαζε να ανακατευθεί με τα βιβλία ούτε με τη δημοσιογραφία. Σπούδασε οικονομικά στην Ανωτάτη Εμπορική και δούλεψε μια δεκαετία στην Εθνική Τράπεζα. Η όψιμη εμπλοκή του στους μηχανισμούς της στρατιωτικής θητείας, το 1986, αλλάζει ριζικά τους προσανατολισμούς του. Με το ψευδώνυμο Χρήστος Καστανάς εκδίδει το οδοιπορικό της θητείας του με τον τίτλο «Απολύομαι και τρελαίνομαι» και αλλάζει επάγγελμα.
Έχει γράψει τα βιβλία «Απολύομαι και τρελαίνομαι» (1988), «Επικίνδυνη ευρεσιτεχνία» (1991), «Η Αριστερά και ο κακός ο λύκος: Το γαμώτο ενός αριστερού» (2009), «Σπλιτ!» (2009) και «Το γαμώτο ενός παναθηναϊκού» (2010) και είναι επιμελητής της συλλογικής έκδοσης «Το ημερολόγιο ενός ανέργου», που είχε παρουσιαστεί στον χώρο του Καπνικού Σταθμού Κατερίνης τον Οκτώβριο του 2014.
Έχει δουλέψει σε εφημερίδες, σε περιοδικά, στο ραδιόφωνο και στο ίντερνετ. Είναι ιδρυτικό μέλος της δημοσιογραφικής κολεκτίβας blogal.gr.
To «1983» είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα. Ο τίτλος «φωνάζει» από μακριά για τη σχέση του με το εμβληματικό «1984» του Τζωρτζ Όργουελ. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε 9 μέρη, η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη κι όλο αυτό μοιάζει με ένα χρονικό, σαν προσωπική κι εξομολογητική αφήγηση του φοιτητή Βλαδίμηρου Δημητριάδη.
Ο Βλαδίμηρος Δημητριάδης, ο εικοσάχρονος αφηγητής-πρωταγωνιστής είναι ενταγμένος στον χώρο της αριστεράς, όχι της ορθόδοξης, κατά δήλωσή του, αποπέμπεται από την οικογενειακή εστία, επειδή απορρίπτει μια εποχική θέση δημοσίου υπαλλήλου, γιατί «ήταν αδύνατον να αφήσει το μεγάλο πανηγύρι των ζουρλών για μια θεσούλα στο δημόσιο» (σελ. 22). Συστήνεται στους αναγνώστες (σελ. 23) ως δημοσιογράφος, ακτιβιστής, τζογαδόρος, παλαιοκομμουνιστής και περιστασιακός ερωτύλος. Σπεύδει να διαλύσει τις πολιτικές προεκτάσεις που μπορεί να παίρνει το όνομά του και να απομακρύνει την εύκολη σύνδεση με τον Λένιν, καθώς ενημερώνει ότι αυτό ήταν το όνομα του παππού του, αλλά τελικά …nomen omen. Δεν χωρά αμφιβολία ότι πρόκειται για το προσωπείο του συγγραφέα (φοιτητής ενταγμένος στην αριστερά, δημοσιογράφος, συγγραφέας που εμφανίζεται στα γράμματα με το «Σπλιτ!», λάτρης του τζόγου και βέβαια οπαδός του Παναθηναϊκού), αν και στο τέλος του βιβλίου ο ίδιος αρνείται οποιαδήποτε σχέση με την πραγματικότητα.
Η αφήγηση γυρίζει σπειροειδώς γύρω από τα γεγονότα του 1983 «λίγο πριν από το χρονικό ορόσημο που είχε θέσει προφητικά ο Όργουελ, εκεί από όπου ξεκίνησαν όλα, εκεί που εντόπισε τη διαρροή». Η αφήγηση προφανώς γίνεται από τον ώριμο, δημοσιογράφο πλέον, Βλαδίμηρο, η οπτική γωνία της αφήγησης των γεγονότων της κατάληψης είναι αυτή του νεαρού φοιτητή, αν και η διάθεση αποδόμησης, εξορθολογισμού και ρεαλισμού, με όπλο πάντα το χιούμορ και την ειρωνεία ανήκουν στον ώριμο σχολιαστή, που αδυνατεί να κρυφτεί.
Όσοι έχουν πάρει μέρος σε φοιτητικές καταλήψεις σίγουρα αναγνωρίζουν στη μυθοπλασία του Κάσδαγλη τον εαυτό τους. Η ιδέα της κατάληψης γεννιέται στο περίφημο πάρτι της Βουλιαγμένης του Λουκιανού Κηλαηδόνη και υλοποιείται στο κτίριο της Νομικής Σχολής Αθηνών στις 23 Νοεμβρίου 1983. Το καλοκαίρι πέφτει ο σπόρος και το Νοέμβριο φυτρώνει, συγκυριακά μπροστά στο συνδικαλιστικό αδιέξοδο. Σχέδια αυτοοργάνωσης, φοιτητικές παρατάξεις με τις αιώνιες διαφωνίες τους, νεανικοί έρωτες, σύγκρουση με την οικογένεια (καθυστερημένος απογαλακτισμός), ιδεολογικοί προβληματισμοί, πολιτική δράση, ακτίφ, συζητήσεις, ροκ συναυλίες, όνειρα για αλλαγή του κόσμου, ιδεαλισμός, αριστερά, ρομαντισμός κι όψιμος ρεαλισμός, τα χαρακτηριστικά της κατάληψης του 1983 και προφανώς κάθε φοιτητικής κατάληψης. Πρότυπο όλων των συμμετεχόντων οι εμβληματικές καταλήψεις στη Νομική και το Πολυτεχνείο, στο Χημικό, στο Κολούμπια και το Μπέρκλεϊ, στη Σορβόννη και στη Ναντέρ, μπροστά στις οποίες όλες οι άλλες ήταν απλώς οδοντόπαστες. Όπως κι αυτή του βιβλίου.
Παράλληλα με τη δράση του ως συντονιστή της κατάληψης παρακολουθούμε και την σταδιακή εισχώρηση του ήρωα στον χώρο της δημοσιογραφίας, στην εφημερίδα «Αναγέννηση», την αγωνία του για τα πρώτα ρεπορτάζ, την ευρηματικότητα και την τόλμη του και προφανώς την καλή του πένα, που αναγνωρίζονται κι εκτιμώνται από τον συνονόματό του διευθυντή της εφημερίδας Ευάγγελο Δημητριάδη.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον να επισημάνει κανείς ιδιαίτερα στο εν λόγω μυθιστόρημα είναι η απάντηση στο ερώτημα «γιατί ο Όργουελ;».
Καταρχάς είναι ένα από τα βιβλία που παίρνει μαζί του στην κατάληψη ο ήρωας κι έχει άγχος να το τελειώσει πριν την έλευση του 1984 σε έναν μήνα περίπου (σελ 17-18). Ένα κομμάτι της ημερίδας που διοργανώνεται για το επερχόμενος έτος είναι μια νέα ανάγνωση του «1984», μια διεπιστημονική σύγκριση των αλληγορικών προφητειών του με αυτά που συνέβαιναν τότε (σελ 157). Επικαλείται και πάλι τον Όργουελ όταν αναφέρεται στο θέμα των Αμερικανικών βάσεων και τη «διγλωσσία» της ελληνικής κυβέρνησης, αυτό που στο «1984» αναφέρεται ως «διπλή σκέψη» (σελ 311). Παραλληλίζει τον εαυτό του με τον Γουίνστον Σμιθ, εντοπίζει ομοιότητες ανάμεσα στα οργουελικά βασανιστήρια και στη δική του ταπείνωση. Το ρεπορτάζ του θέλει να είναι η σύνδεση της προφητείας του Όργουελ με την πραγματικότητα της εποχής του.
Το 1983 για τον αφηγητή-ήρωα είναι ορόσημο, προσωπικό και κοινωνικό. σηματοδότησε την αποχώρηση από την οικογενειακή εστία και την ένταξή του στον χώρο της βιοπάλης. Είναι όμως και ορόσημο κοινωνικό, η αρχή τους τέλους της κοινωνίας όπως την ξέραμε μέχρι τότε, τότε που «όλες οι ποιοτικές καμπύλες του χρόνου άρχισαν να φθίνουν ταυτοχρόνως» (σελ 419). Η προσωπική του ιστορία είναι το πρόσχημα για να αποδώσει το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της εποχής. Αρκετά από τα γεγονότα που αναφέρει είναι πραγματικά: η συναυλία του Κηλαηδόνη, η ανακήρυξη από τον Ραούφ Ντενκτάς του κατεχόμενου από τους Τούρκους κομματιού της Κύπρου ως ανεξάρτητου κράτους, η εισβολή αστυνομικών στα γραφείο του περιοδικού Αντί, όπως αληθινά είναι κι αρκετά από τα φοιτητικά στέκια και τους χώρους διασκέδασης της εποχής, όπως το Χάραμα με τον Βασίλη Τσιτσάνη.
Ο αφηγητής αναπολεί το 1983, όπως αναπολεί την ταινία Χάμετ του Βιμ Βέντερς στο κινηματογράφο «Αχίλλειον» πριν γίνει σούπερ μάρκετ. Η απροσδιόριστη μαγεία που του άσκησε αυτή ταινία συνάδει με την απροσδιόριστη μαγεία με την οποία έχει εγγραφεί στη μνήμη του η εποχή της νεανική επαναστατικότητας του 1983, η εξιδανίκευση μια εποχής που θεάται με την πραγματιστική θεώρηση του ενήλικα και τη διαπίστωση «αχ πού σαι νιότη που ’λεγες που θα γινόμουν άλλος».
eirinipax