
Κρήτη, ορεινό χωριό του νομού Ρεθύμνου, μετά τον πόλεμο.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη δεκαετία του ’50. Ένας ταχυδρόμος γυρίζει με το ποδήλατό του και μοιράζει γράμματα. Είναι ο Αλέξης Δαφέρμος. Ένας γοητευτικός και καλλιεργημένος νέος, μετρίου αναστήματος, με ανοιχτόχρωμα μαλλιά και γαλάζια μάτια, ο μοναχογιός της ταπεινής και φτωχικής οικογένειας Δαφέρμου.
Την ανάγνωση θαρρείς ότι συνοδεύει η μουσική του Λουίς Μπακάλοφ, που έντυσε μουσικά την υπέροχη ταινία του Μάικλ Ράντφορντ, Il postino (1994) – η ταινία μοιάζει με πρωθύστερη κινηματογραφική μεταφορά σκηνών του μυθιστορήματος του Γιώργου Παπαδάκη.
Το βιβλίο είναι ακτινογραφία της κοινωνίας της εποχής: προξενιό, στερεότυπα, εξευτελιστικά και παράλογα έθιμα, το στίγμα της ψυχασθένειας, δυναμικές και καταπιεσμένες γυναίκες, άξεστοι μαυροπουκαμισάδες κρητικοί κ.ά.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, από τον ίδιο τον ήρωα-πρωταγωνιστή, μοιάζει με εξομολόγηση. Χαμηλοί τόνοι, ηρεμία και προσήνεια: αυτό αναδίδει ο λόγος του. Δεν προτιμά τον ευθύ λόγο, συνήθως τα λόγια των προσώπων πλαγιάζονται από τον ίδιο, ως ένδειξη ίσως της εσωστρέφειάς του. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι ο αφηγητής είναι καθισμένος απέναντί του και του αφηγείται τη ζωή του: από τα μαθητικά χρόνια, τη δουλειά, τη σχέση του με τους γονείς του, τον γάμο, την απόκτηση παιδιών, μέχρι το ασύλληπτο τέλος. Ίσως πάλι να νομίζει ότι διαβάζει τις σημειώσεις για μια πρόχειρη αυτοβιογραφία του ήρωα. Μόνο στις τελευταίες λέξεις αποκαλύπτεται τι είναι η αφήγηση που διαβάζουμε.
Ο πρωταγωνιστής είναι αυτοδιηγητικός, αλλά το οξύμωρο είναι ότι το εγώ του μηδενίζεται, σβήνεται και ποδοπατείται. Ένας άνθρωπος ήπιος, συμβιβασμένος, υποχωρητικός και συγκαταβατικός, που με στωικότητα βάζει στην άκρη επιθυμίες, όνειρα κι έρωτες, για να ικανοποιήσει τους άλλους: την οικογένεια και την κοινωνία. Μόνο την ιδιότητα του ταχυδρόμου επιλέγει να κρατήσει ως το τέλος αλώβητη.
Ένα βιβλίο που το ρουφάς και σε ρουφάει. Διαβάζεται απνευστί, γιατί σου κόβει την ανάσα. Σπάνια μια ηθογραφία μπορεί να κρατήσει διαρκώς αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ο οποίος μέχρι τέλος αγωνιά για τον ήρωα, τον συμπονά κι ελπίζει για τη σωτηρία του, ακόμα κι όταν έχει φτάσει στην αποτρόπαια πράξη που τον οδηγεί στην φυλακή. Γυρνά τις σελίδες με αγωνία για την εξέλιξη.
Η γλυκύτητα της γλώσσας, η αυθεντικότητα κι η απλότητά της ενισχύει το συναίσθημα, που κατακλύζει εντέλει τον αναγνώστη. Ο μικροπερίοδος και αφαιρετικός λόγος δεν λειτουργεί σε βάρος του λυρισμού· τον ενισχύει.
Αν, βέβαια, πρέπει να ξεχωρίσω ένα μόνο χαρακτηριστικό του βιβλίου, αυτό θα ήταν η γνησιότητα: αυθεντική γραφή, αριστουργηματική αφήγηση, απλή, λαϊκή, ιδιωματική γλώσσα, ολοκληρωμένοι, αδροί κι αληθινοί χαρακτήρες. Η λογοτεχνία όπως πρέπει να είναι!
«Ο ταχυδρόμος» του Γιώργου Παπαδάκη είναι ένα μυθιστόρημα συναρπαστικά απλό ή απλώς συναρπαστικό.
Ειρήνη Παξιμαδάκη_eirinipax