Δήμητρα Λουκά, Η Μούτα και άλλες ιστορίες, Κίχλη, 2021, σελ.114

Όταν διάβασα τη συλλογή διηγημάτων της Δήμητρας Λουκά «Κόμπο τον Κόμπο», ένιωσα να μεταφέρομαι στον μαγικό κόσμο των δημοτικών τραγουδιών και των λαϊκών αφηγήσεων. Στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων της η συγγραφέας φαίνεται να έχει διαμορφώσει τη μανιέρα της. Δεκαπέντε διηγήματα που κινούνται πάλι στο κλίμα της ηθογραφίας, όπως και στην προηγούμενη συλλογή, συγκινητικά, απρόσμενα στην εξέλιξη, ζοφερά και πικρά.

Ξεχωρίζω μερικά:

«Η Μούτα», που ανοίγει τη συλλογή και δίνει και τον τίτλο, είναι η σπαρακτική ιστορία της εκ γενετής κωφάλαλης κόρης, που φαντάζει ξένο σώμα στην οικογένεια και σε μια κοινωνία  ανώριμη να αποδεχτεί το διαφορετικό και την αναπηρία. Η σκληράδα της μάνας στο διήγημα  έρχεται σε απόλυτη αντιδιαστολή με τη μάνα στο «Ένα κορμί» της προηγούμενης συλλογής «Κόμπο τον κόμπο». Η σιωπή της μουγγής κόρης −το θέμα της σιωπής συνέχει κατά κάποια τρόπο όλα τα διηγήματα, όπως διαβάζουμε και στο οπισθόφυλλο− είναι αυτή που την καθιστά θύμα και θύτη ταυτόχρονα.

Στο διήγημα «Ο νεκροθάφτης» η αφήγηση παρουσιάζεται ως λύτρωση, ως έξοδος από τη σιωπή που επέβαλε ο φόβος, μια «πράξη γενναιότητας» (σελ. 19). Είναι η μαρτυρία του αφηγητή, καλά κρυμμένη για χρόνια, που αποκαλύπτεται λίγο πριν το τέλος της ζωής του κι αφορά έναν νεκροθάφτη που έγινε… νεκρός, έναν θύτη που έγινε θύμα. Νατουραλιστικές περιγραφές που θυμίζουν έντονα το παπαδιαματικό «Μοιρολόγι της φώκιας» («λάφυρα του θανάτου») και μια ατμόσφαιρα θανατολαγνείας βγαλμένη από τον ζατελικό κόσμο του «Με το περίεργο όνομα Ραμάνθις Ερέβους».

«Στο ρέμα της Μούργας», πάλι, η παραφροσύνη και η αυτοδικία δίνονται μέσα από ανατριχιαστική πρωτοπρόσωπη αφήγηση της μάνας («γιατί τις ιστορίες τις αφηγούνται καλύτερα εκείνοι που τις έζησαν» σελ 27), αφήγηση που ανακαλεί τον αφηγηματικό κόσμο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.

Η «Αγόρω» είναι από τα πιο ωραία διηγήματα της συλλογής. Η πάλη για τον προσδιορισμό της έμφυλης ταυτότητας μέσα στα στερεότυπα και τον συντηρητισμό της ελληνικής οικογένειας. Η Αγόρω είναι  η γυναίκα που δεν τολμά να μιλήσει για τον άντρα που κρύβει μέσα της, που το όνομά της −nomen omen− και η σεξουαλική της ταυτότητα είναι κατάρα για την εποχή στην οποία γεννήθηκε. Η σιωπή της είναι η ήττα και η άμυνά της: «καθόταν πάνω στο κρεβάτι της αμίλητη κι ασάλευτη. Είχε πάψει να παλεύει στα φανερά με τα περιγελάσματα και τα θηλυκά στοιχειά. Αλλά ποιος ξέρει τι πόλεμος γίνονταν μέσα της» (σελ. 39).

Στον «Βούλγαρο» διαβάζουμε για την ιστορία του λιγομίλητου Φώτη. Η ιστορία δίνεται από την γυναίκα του λίγο μετά τον θάνατό του. Εγκαταλελειμμένος από τη μητέρα του, διωγμένος από τον πατέρα του, υιοθετημένος από βούλγαρους, ο Φώτης κουβαλάει μέσα του μια πληγή που τον κάνει να πιστεύει πως «τα λόγια λένε λίγα», ότι «οι λέξεις σκοντάφτουν στα δόντια», ώσπου η είδηση του θανάτου της θετής τους μητέρας βάζει «τις λέξεις  στο αυλάκι», και τον βοηθά να σπάσει τη σιωπή και να φανερώσει την πληγή του.

Στο «Τετράπτυχο» η συγγραφέας θυμίζει τον μεταφυσικό κόσμο των διηγημάτων της προηγούμενης συλλογής, με νεκρούς που θέλουν κι άλλους μαζί τους στον Άδη, με αλαφροΐσκιωτες κόρες, πρόωρα χαμένες κοπέλες που δεν εγκαταλείπουν το σπίτι τους, καταραμένα αβάπτιστα νεκρά παιδιά, μάγισσες, γητειές και δοξασίες.

Επίσης, η τρυφερή ιστορία του αιμομικτικού έρωτα της Πελαγίας με τον ξάδερφό της Χρήστο, που κρατάει μέχρι το τέλος της ζωής της, «όταν είχε κλείσει τα ενενήντα κι είχε χάσει πλέον κάθε ντροπή» (σελ. 79), κι αναφωνεί «τον θέλω ακόμα», δίνεται στο ομώνυμο διήγημα.

«Στο Κουκούλι» ο εγγονός  επισκέπτεται τη γιαγιά του που ζει απομονωμένη στο ερειπωμένο χωρίο Κουκούλι, για να της ανακοινώσει τον θάνατο του γιου της και να βρει απαντήσεις  σε πολλά ερωτήματα: γιατί σκότωσε την αγαπημένη του γιου της, γιατί ο πατέρας του δεν τους μίλησε ποτέ γι’ αυτό το παρελθόν του, αποκόπηκε από τη μάνα του που φορτώθηκε τον φόνο και πλήρωσε γι’ αυτόν, πώς είναι να ζεις με τα χέρια βουτηγμένα στο αίμα; Η αφήγηση και πάλι λυτρωτική: η γριά σπάει τη σιωπή της αφηγούμενη όσα έγιναν κι αποκαλύπτοντας πώς είναι να ζεις σαν ζωντανός νεκρός…

Τα διηγήματα ξεχωρίζουν για την πυκνότητα και την απλότητά τους. Δεν συνιστώνται σε όσους αναζητούν ένα ανάλαφρο ανάγνωσμα για το καλοκαίρι. Τοποθετούνται –πάλι−­ στον γενέθλιο τόπο της συγγραφέως, στην Ήπειρο, κι είναι βαριά, γεμάτα πόνο και θλίψη. Θυμίζουν λαϊκές παραδοσιακές αφηγήσεις, σαν τις ιστορίες που αφηγούνταν οι παππούδες στα παιδιά μπροστά στο τζάκι σε περασμένες εποχές. Συμπλέκονται η ηθογραφία με την ψυχογραφία, ο ρεαλισμός με το μεταφυσικό, η θρησκεία με τη δεισιδαιμονία, η σιωπή με την αποκάλυψη, ο θάνατος με τη ζωή…

Οι ήρωες των διηγημάτων έρχονται σε σύγκρουση με την οικογένεια, την κοινωνία,  τον εαυτό τους, τα πάθη τους, τις πράξεις τους, τις ενοχές τους.

Η συγγραφέας φαίνεται να διαμορφώνει το προσωπικό λογοτεχνικό της ύφος. Είναι φανερές οι επιρροές της από τους μεγάλους έλληνες διηγηματογράφους. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη λαϊκή παράδοση, που την αντιμετωπίζει είτε ως λαογράφος συλλέγοντας υλικό για παραδοσιακούς χορούς («Σιαμαντάκας»), δοξασίες και δεισιδαιμονίες («Τετράπτυχο»), είτε ως ψυχογράφος  («Αγόρω», «Μούτα», «Το κουκούλι», «Μάνα μάνα»), αλλά πάνω από όλα και κυρίως ως λογοτέχνιδα και δεινή αφηγήτρια ανταποκρίνεται με μεγάλη επιτυχία στην πρόκληση της τόσο απαιτητικής μικρής φόρμας του διηγήματος και σε γλώσσα λιτή και ρέουσα, με πυκνή αυθεντική αφήγηση,  μας χαρίζει διηγήματα που αγγίζουν την ψυχή μας.

Ειρήνη Παξιμαδάκη, Ιούνιος 2022

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s