Γιάννης Μακριδάκης, Ενάμισι δευτερόλεπτο φως, βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2020, σελ. 128

Ο διάσημος μετεωρολόγος Μάριος Τσόχος, γνωστός και ως ο Καιρός, επιστρέφει μετά από 32 χρόνια στο νησί που γεννήθηκε. Φτάνει εκεί ακολουθώντας το Κατερινιώ από το Αετοβράχι, η οποία όμως, με την άφιξή του στο νησί, απορρίπτει τον έρωτά του. Είναι ο γιος του πρώην αρχιφαροφύλακα, που βρέθηκε πριν χρόνια νεκρός στα βράχια του Κάβο Γέρακα, του διαβόητου Σπύρου Τσόχου ή Τσοχοσπύρου ή −κατά το προσφιλές για τους κατοίκους του νησιού− του τέρατος.

Η νουβέλα ξεκινάει με την επίσκεψη του Μάριου στον φάρο του πατέρα του, εκεί όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια, στον χώρο που συνδέεται με νοσταλγικές αναμνήσεις του παρελθόντος αλλά και με τις ανομολόγητες πράξεις του πατέρα του, εκεί από όπου τελικά εκδιώχθηκε από τον ίδιο του τον γονιό, μαζί με τη μητέρα και την αδερφή του, για να μετοικήσουν στο διπλανό νησί.

Το αφηγηματικό παρόν της νουβέλας δεν διαρκεί πολύ, περίπου ένα εικοσιτετράωρο, από την Πέμπτη 21 Ιουλίου 2017 μέχρι το απόγευμα της Παρασκευής 22 Ιουλίου. Στον φάρο, στο φαρομονάστηρο καλύτερα, όπως συχνά αναφέρεται, συναντά τον νυν φαροφύλακα Ιπποκράτη, που τον υποδέχεται με χαρά και του επιτρέπει την κατ’ εξαίρεση είσοδο −απαγορευμένη σε επισκέπτες− στο εσωτερικό του φάρου, του παραχωρεί μάλιστα και τη βάρδια του. Εκεί συναντά και την αγαπημένη των παιδικών του χρόνων γαϊδούρα, την Κοκώνα, εκεί τελικά συμφιλιώνεται με το ζοφερό παρελθόν του τη νύχτα που κοιμάται μόνος του στον φάρο. Τι έχει κάνει ο πατέρας του που να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως τέρατος από όλη την τοπική κοινωνία, την άρνησή τους ακόμα και να τον θάψουν μετά τον ανακουφιστικό για όλους θάνατό του (μέχρι και ο παπάς με το ζόρι τον έθαψε, ζητούσε από τις Αρχές να τον ξαποστείλουν αποκεί που ’χε έρθει πριν από χρόνια, γιατί δεν ήταν ντόπιος και αυτός, ώστε να μη θαφτεί τούτο της γης το μίασμα στου νησιού τους τη γη, μην τυχόν και τη μαγαρίσει και σταματήσει εκείνη να δίνει καρπούς και κρασί-σελ. 27); Πώς συνδέεται ο θάνατός του με την αυτοκτονία του άλλου φαροφύλακα, Λάμπη, έναν μήνα μετά ή με την αναχώρηση στα βουνά του μισότρελου τρίτου φαροφύλακα, Βασίλη;

Η νουβέλα είναι υβριδικό είδος αφήγησης και στέκεται ανάμεσα στο διήγημα και στο μυθιστόρημα προσπαθώντας να γεφυρώσει το χάσμα της σύντομης και της εκτεταμένης αφήγησης. Τον άχαρο αυτό ρόλο της δεν φαίνεται να τον φοβάται ο Γιάννης Μακριδάκης, όπως έχει αποδείξει με τη μέχρι τώρα συγγραφική παραγωγή του. Γνώρισμα της νουβέλας είναι ο ρεαλισμός του ύφους και η ύπαρξη συγκεκριμένης, αλλά όχι περίτεχνης πλοκής. Έτσι, και σ’ αυτή τη νουβέλα το βάρος πέφτει περισσότερο στην ψυχογραφία των χαρακτήρων και όχι τόσο στα αναφερόμενα επεισόδια και την πλοκή τους. Επίσης, αφήνει να πλανάται κάποιο μυστήριο και συνδυάζει τη στραμμένη στο παρελθόν αφήγηση με το σασπένς στο παρόν της αφήγησης. Έτσι, συνδυάζει και στοιχεία ψυχολογικού αστυνομικού μυθιστορήματος ή suspense novel, όπου συνήθως ο ήρωας μαζί με το μυστήριο έχει να αντιμετωπίσει κι ένα προσωπικό του τραύμα. 

Στοιχεία και προσημάνσεις για τη λύση του μυστηρίου των αποτρόπαιων πράξεων του αρχιφαροφύλακα υπάρχουν από την αρχή της αφήγησης. Εξάλλου, όταν ο Μάριος επισκέπτεται τον φάρο, έχει πληροφορηθεί τις ανομολόγητες πράξεις του πατέρα του ήδη από το προηγούμενο βράδυ στο καφενείο του χωριού, δεν το γνωρίζει όμως ο φαροφύλακας. Παιχνίδι μεταξύ γνώσης και άγνοιας, πραγματικότητας και υπόθεσης, ειρωνείας και τραγικότητας.

Ο μακροπερίοδος λόγος του Μακριδάκη, που σε παρασύρει σε μια ανάγνωση ασθματική και συνάμα λικνιστική, η ιδιωματική γλώσσα, η παλίνδρομη αφήγηση μεταξύ παρελθόντος-παρόντος, η προσπάθεια ανατομής του ψυχισμού των χαρακτήρων, η λεπτή ειρωνεία, το χιούμορ (όλοι οι ήρωες αναφέρονται με τα προσωνύμιά τους: Μάριος Τσόχος-ο Καιρός, Ιπποκράτης-ο Τιμάριθμος, Βασίλης-ο Κρεμανταλάς κ.ά) κι ο ρεαλισμός των περιγραφών είναι τα χαρακτηριστικά και σε αυτή τη νουβέλα.

Ο ήρωας δεν γυρίζει στο νησί επειδή αναζητά απαντήσεις, αν και βαθιά μέσα του πιστεύει ότι ο έρωτας για το Κατερινιώ ήταν η αφορμή, η συνωμοσία του σύμπαντος για να επιστρέψει και να λύσει το μυστήριο της εκδίωξής του, να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά του πατέρα του, να συγκολλήσει τα θρυμματισμένα κομμάτια της ζωής του και εντέλει να συμφιλιωθεί με το παρελθόν του.

Το βράδυ της παραμονής του στον φάρο που στοίχειωνε το παρελθόν του, στη διάρκεια των εναλλαγών μεταξύ φωτός (ενάμισι δευτερόλεπτο, τόσο διαρκεί η εκπομπή φωτός από τον φάρο) και σκότους (δεκαοχτώμισι δευτερόλεπτα)  συνειδητοποιεί «πόσο μεγάλο χρονικό διάστημα είναι τα δεκαοχτώμισι δευτερόλεπτα, ιδίως όταν κάτι περιμένεις να συμβεί και ιδίως όταν αυτό το κάτι είναι τόσο μεγαλειώδες σε αίσθηση, αλλά και τόσο μικρό ταυτόχρονα σε διάρκεια όσο μια αναλαμπή μες στο σκοτάδι» (σελ. 107), εκεί αποδέχεται το παρελθόν του   –αντί να κάνει καμιά τρέλα κι αυτός, όπως φοβόταν ο Ιπποκράτης– κλαίει που «όλοι οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί από τέρατα, διότι όλοι οι άνθρωποι έχουν το τέρας μέσα τους» και σκέφτεται ότι «αν ήταν τα πράγματα αλλιώς κι αν ήταν άλλος ο πατέρας του, δεν θα ήταν κι αυτός ο ίδιος αλλά ένας άλλος άνθρωπος, κάπου αλλού ίσως εκείνη τη στιγμή» (σελ 108).

Ο Μακριδάκης γράφει μια νουβέλα φόρο τιμής στους ασκητές φαροφύλακες, που εκτελούν τη θητεία τους σε έναν ρόλο συμβολικό και σημαντικό ταυτόχρονα. Γράφει με νοσταλγία για την επέλαση της τεχνολογίας και τον εκσυγχρονισμό των φάρων, που σήμερα φαντάζουν μάλλον περιττοί για τα σύγχρονα πλοία, αλλά εξακολουθούν να αποτελούν για τον κάθε καπετάνιο «μια σταθερά επαλήθευσης ότι τα όργανά του λειτουργούν σωστά, ότι δεν έχουν βλάβη, είναι και η ελπίδα για τον ναυτικό, ένα φως μες στο σκοτάδι, τον βλέπει και ημερεύει» (σελ. 83).

Ταυτόχρονα, βέβαια, ως «φυσικός άνθρωπος» κατά τον Παπαδιαμάντη, αφήνει να φανούν και τα φιλοζωικά του αισθήματα: μέσα από την παρουσίαση της αγαπημένης γαϊδούρας Κοκώνας, τον συνδετικό κρίκο της χαράς ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, που παρουσιάζεται να έχει αντίληψη κι αισθήματα, ενώ το τέλος και η συμβολική πυρά της κλείνουν οριστικά τις ανοιχτές υποθέσεις του ήρωα. Δεν χάνει βέβαια ευκαιρία να στηλιτεύσει και τους δήθεν φιλόζωους, «τους εριστικούς κι αποτρόπαιους φιλόζωους των σαλονιών» (σελ 14), που δεν διστάζουν να καταγγείλουν όλες τις περιπτώσεις δεμένων σκύλων ή ακόμη και… βίαιων πετεινών!

Κυρίως, όμως, πιο ώριμος από ποτέ, γράφει μια νουβέλα ανατριχιαστικά επίκαιρη, για τα τέρατα κάθε λογής που ζουν και δρουν ανενόχλητα δίπλα μας, για τους βιαστές σωμάτων και ψυχών, για τις σμπαραλιασμένες ψυχές των θυμάτων τους αλλά και των συγγενών τους, για τη σιωπηρή ανοχή της κοινωνίας.

Γράφει για το ενάμισι δευτερόλεπτο φως που αρκεί για να φωτιστούν τα σκοτάδια της ψυχής, να λάμψει η αλήθεια και να επανέλθει η γαλήνη.

Ειρήνη Παξιμαδάκη

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s